- αποθαρρώ
- (ε) (αόρ. απεθάρρησα) осмеливаться, отваживаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθαρρώ — (AM ἀποθαρρῶ, έω) [θαρρώ] μσν. νεοελλ. 1. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον 2. (για συναλλαγές) εμπιστεύομαι κάτι για ορισμένο χρονικό διάστημα αρχ. μσν. 1. παίρνω θάρρος 2. τολμώ να κάνω κάτι … Dictionary of Greek